Βοσκός – του Κωνσταντίνου Σύρμου
Έκατσε στην πέτρα, άνοιξε ένα σακούλι, έφαγε μια ελιά. Ένας βοσκός ήταν. Ένας βοσκός και τίποτε άλλο. Έτριψε τα γένια, έβγαλε τον σκούφο, έξυσε το κούτελό του. Κοίταξε το κοπάδι του∙ δεν είχε φτύσει ακόμη το κουκούτσι. Οδηγούσε τα πρόβατα, τα κατηύθυνε κάθε μέρα με φωνές δυνατές κι ένα μακρύ ξύλο. Ίσως να ‘μοιαζε και με μάγο.
Τα σύννεφα μαύριζαν, το κουκούτσι στριφογύριζε, η γυναίκα τού έτρωγε το μυαλό να πάνε μόνιμα στην πόλη, οι γονείς να μην τολμήσει να φύγει απ’ το χωριό. Ξεστόμισε δυο-τρεις βλαστήμιες και τρόμαξε ουρλιάζοντας τα ζωντανά για να σκορπίσουν, να χαθούν. Έφτυσε δυνατά τον σπόρο από το στόμα. Σήκωσε το ραβδί του προς τον ουρανό, έστρεψε το άλλο του χέρι προς την γη, έκλεισε τα μάτια δυνατά κι έγινε αόρατος.