Τζιτζίκια – του Κωνσταντίνου Σύρμου
Ήταν όνειρο, τι άλλο θα μπορούσε να ‘ναι, να βλέπεις γύρω σου παντού, να πετάνε τεράστια όντα. Πενήντα, μπορεί και εκατό φορές μεγαλύτερα από ‘σένα. Οι ανεμοθύελλες που ξεσήκωναν με τα διάφανα φτερά τους, αν τις τσέπες σου δεν γέμιζες με πέτρες, ή αλυσίδες βαριές αν δεν βαστούσες, σε έπαιρναν μαζί τους. Κι η μία μετά την άλλη οι δίνες, κομμάτιαζαν τα σώματα. Κτίρια δεν υπήρχαν πια, σαν ποτέ να μην υπήρξαν. Ένα ευθύ, ισοπεδωμένο έδαφος. Τσάκιζε τα μάτια μου τούτη η τυραννία της ευθείας, το ίσιο, το ανεμπόδιστο. Η αόριστη ορατότητα του να βλέπεις παντού, δίχως τίποτα να βλέπεις. Ευλαβικά πιστοί στην αθεΐα του ίσιου. Στο έδαφος θα συναντούσες που και που τρύπες, όμοιες με αυτές των βουνών. Σκαμμένες από τα λεπτά, σχεδόν συρμάτινα πόδια των όντων.
Δεν κρυβόμουν, δεν υπήρχε μέρος να κρυφτείς. Όλοι τους έβλεπαν όλους. Στέκαμε σαν όρθια περιγράμματα, ξαπλώναμε σαν να ήμασταν αποσυναρμολογημένοι. Δίχως ιδιοκτησίες, δίχως την μοναξιά, την αγκαλιά των τοίχων, δίχως να έχουμε τίποτα, δίχως να έχουμε ούτε το τίποτα. Αυτό συνέβαινε κάποτε. Έχω χρόνια τώρα πια να συναντήσω άλλον άνθρωπο. Συναντώ μόνο το τίποτα, τίποτα μη συναντώντας. Ένιωσα την δίψα. Διψούσα, διψούσα συνέχεια, με είχαν προειδοποιήσει παλιά, να μην πιω από εκείνες τις τεράστιες λίμνες.
Βήματα και χαχανητά με ξύπνησαν. Δύο κοπέλες πέρασαν τρέχοντας πίσω μου. Ανασηκώθηκα από την κόκκινη πετσέτα. Το απέναντι κτίριο έριχνε πάνω μου με κύρος, όλη του την σκιά. Στην άκρη της ξέχειλης πισίνας με το χλωριασμένο νερό, δεκάδες στην σειρά νεκρά τζιτζίκια, που είχαν έρθει να ξεδιψάσουν.