Επωλήθη – του Κωνσταντίνου Σύρμου
Ήταν δεμένη με σχοινιά, περασμένα προσεχτικά κάτω από τις μασχάλες. Ο ένας, εκείνος με τα ξεθωριασμένα γάντια, την κρατούσε από τους γλουτούς· ο άλλος με την μπλε σκονισμένη φόρμα τραβώντας την μία άκρη από το σχοινί, την σήκωσε όσο ψηλά χρειαζόταν μέσω της τροχαλίας, και ο πρώτος την κατηύθυνε με αργές κινήσεις, για να την τοποθετήσουν εκεί που τους είχαν πει. Ύστερα έφυγαν. Αμίλητη από την φύση της, είχε κολλήσει το βλέμμα της στο τζάμι. Αδύνατον να μαντέψεις τι παρατηρούσε με τέτοιαν υπερβολή. Να ήτανε αυτή καθ’ αυτή η διαφανότητα του γυαλιού; Το αποκοιμισμένο δέντρο, ή η μπάλα στα κλαδιά του; ‘Ισως το φεγγάρι, που καθορίζει την ύπαρξη σε ό,τι πέφτει στην δέσμη του φωτός του, χωρίς να την φτάνει ούτε μια του άκρη. Στο τέλος αποκοιμήθηκε για λίγο με τα μάτια ανοιχτά. Σε λίγο θα ξημέρωνε.
Αύριο βράδυ θα ερχόντουσαν οι κύριοι με τα κουστούμια, θα καθόντουσαν στην σειρά, θα την έβλεπαν, θα άνοιγαν τα δερμάτινα πορτοφόλια που αιμορραγούσαν χαρτονομίσματα και ύστερα οι ενδιαφερόμενοι θα φώναζαν τα ποσά που δίνουν γι αυτήν, για το ασπριδερό της δέρμα, τις καμπύλες στήθους και λεκάνης, την έκφρασή της. Το ήξερε πως ήταν όμορφη. Το άκουγε στα σχόλια όλων εκείνων που συνάντησε, από αυτούς που την άρπαξαν, από τον οδηγό του φορτηγού και τους άλλους που την παρέλαβαν, στην προσπάθειά τους να μαντέψουν τι ποσό θα πιάσει. Ξύπνησε απότομα από ένα ουρλιαχτό που ακούστηκε από μέσα της.
Οι ώρες πέρασαν και κάθεται τώρα εκτεθειμένη μπροστά τους. Παρατηρεί τις φάτσες τους καθώς την παζαρεύουν. Μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους οι άνθρωποι που μπορούν να την αποκτήσουν. Ένα ενοχλητικό τικ – τικ ακούγεται. Είναι τα κλαδιά που πιρουνίζουν το σώμα της με μανία. Ένα παιδί στην γωνιά της αίθουσας κρατά μια μπάλα μπροστά στο πρόσωπό του με τέτοιο τρόπο, που κρύβει όλο του το κεφάλι. «Τι δουλειά έχει αυτό το παιδί εδώ; Διώξτε το!» Τους φωνάζει. «Μόνο η σελήνη, μόνο εκείνη λείπει», είπε μια κοριτσίστικη φωνή. το επανέλαβε μία, δύο φορές, την διέκοψε ο τρίτος χτύπος του σφυριού και η τσιριχτή φωνή: «Το άγαλμα επωλήθη».