Το μεγάφωνο – του Κωνσταντίνου Σύρμου
«Σηκωθείτε όρθιοι! Δεν χρειάζεται να βρίσκεστε πλέον στηριγμένοι στα τέσσερά σας πόδια», είπε το μεγάφωνο. «Στους τοίχους γύρω σας υπάρχουν, όπως θα παρατηρήσετε, αυτές οι λεπτές σχισμές. Γυρίστε το σώμα σας χωρίς περαιτέρω άσκοπες κινήσεις και με πλαϊνά βήματα, κατευθυνθείτε και εισέρθετε στην αντίστοιχη με την θέση σας σχισμή, μέχρι να βρεθείτε στον επόμενο χώρο», είπε το μεγάφωνο. «Όσοι δεν χωράτε στις σχισμές, ρουφήξτε τις κοιλιές σας, όσοι καμπουριάζετε ισιώστε, όσοι είστε κατάκοιτοι ή σε αναπηρικό αμαξίδιο εγερθείτε. Εκείνοι που δεν θα συμμορφωθούν με τους κανόνες και αποτύχουν να ανταπεξέλθουν σε αυτό που μόλις τους εζητήθη, θα εκτελεστούν παρ’ αυτά», είπε το μεγάφωνο.
Πράγματι ίσιωσαν κορμιά, ρουφήχτηκαν κοιλιές και όσοι από τους αναπήρους μπορούσαν, σηκώθηκαν υποβασταζόμενοι. Έσκουζε κι έκλαιγε ο κόσμος. Ουρλιαχτά και πανικός, άλλοι για τον αποχωρισμό και τον χαμό κι άλλοι για την ανημπόρια. Ο Σίγμα ήταν σαστισμένος, δεν καταλάβαινε γιατί συνέβαινε όλο αυτό, ούτε οι άλλοι που ρώτησε γνώριζαν. Αντίκριζε τα θολά απεγνωσμένα βλέμματα και ντρεπόταν. Ο λόγος της ντροπής του ήταν ότι, στο γυμνό κατάλευκο δωμάτιο που το μεγάφωνο λίγο πριν την τρομερή ανακοίνωσή του είχε ονομάσει ως το Κόκκινο δωμάτιο, δεν υπήρχε καθρέφτης για να κοιτάξει αν είχαν αυτή την απονενοημένη όψη και τα δικά του μάτια. Παρατήρησε τις όρθιες σχισμές των τοίχων που του θύμισαν κερματοδέκτες και, για πρώτη φορά, πρόσεξε τις σχεδόν αδιόρατες μικρές ράγες στο πάτωμα. Το σκληρότερο όλων δεν ήταν τούτη η παράνοια που βίωνε, μα η ενδόμυχή του ικανοποίηση για την τύχη του να έχει μια ευθυτενή κορμοστασιά, που του επέτρεπε να περάσει την σχισμή.
Το νέο δωμάτιο ήταν ντυμένο με μοβ κουρτίνες, που ξεκινούσαν από το πανύψηλο ταβάνι κι έφταναν να αγγίζουν το πάτωμα, σαν φόρεμα που κυλιέται. Αφού πέρασαν σε τούτο το νέο δωμάτιο εκείνοι που πληρούσαν τις προϋποθέσεις, ακούστηκε από το προηγούμενο ένα εκκωφαντικό «κλαπ», λες και δυο τεράστιες χοντρές παλάμες είχαν μόλις λιώσει ένα ενοχλητικό κουνούπι. Στιγμιαία μαζί με το «κλαπ», το φως που εισερχόταν από τις σχισμές του προηγούμενου δωματίου, έσβησε. Ο Σίγμα κατάλαβε τι πιθανόν συνέβη και ξεφύσηξε από ανακούφιση και αηδία. Οι μοβ κουρτίνες άρχισαν μονάχες τους να τραβιούνται, βγάζοντας έναν οξύ τσιριχτό ήχο, σαν μικρό γουρούνι που αποκαμωμένο, περιμένει τη σφαγή του. Πίσω από τις κουρτίνες ήταν ένας, όπως γρήγορα συμπέρανε, κρυφός καθρέφτης. Κρυφός όχι για εκείνον και το μπουλούκι που βρισκόταν μαζί του, μα για τον άλλον, έναν άνθρωπο που καθόταν σκεπασμένος με ένα άσπρο σεντόνι και – όπως υπέθεσε ο Σίγμα από την τοποθέτηση χεριών και ποδιών – ήταν δεμένος σε μια καρέκλα πίσω από το τζάμι, που τώρα έμοιαζε σαν μια λεπτή μεμβράνη ανάμεσα σε δύο κόσμους, που μόνο ο ένας εκ των δύο είχε αντίληψη του άλλου.
«Μπροστά από τον καθρέφτη υπάρχει στο πάτωμα ένα μαύρο κουμπί σε σχήμα πέλματος. Με την σειρά και με αργά βήματα, θα πλησιάζετε και θα πατάτε ένας – ένας το κουμπί. Όποιος αρνηθεί, θα είναι ο επόμενος που θα βρεθεί απέναντι, σκεπασμένος στην καρέκλα», είπε με απόκοσμη ηρεμία το μεγάφωνο. Με ανακούφιση το μπουλούκι για αυτήν την, όπως διαφαινόταν απλή δοκιμασία, στοιχίστηκε σε μια φιδωτή ουρά, κι ένας – ένας όπως ακριβώς πρόσταξε η φωνή, ξεκίνησαν να περπατούν ως το μαύρο κουμπί και να το πατούν με το τελευταίο τους βήμα ξέγνοιαστοι, πριν γυρίσουν την πλάτη στον καθρέφτη, κι αποχωρήσουν από το δωμάτιο από την πόρτα που άνοιγε, κάθε που το κουμπί χωνόταν μέσα στο έδαφος από κάποιο πόδι. Ο Σίγμα ενστικτωδώς, είχε μπει τελευταίος. Είχε θυμηθεί τον πατέρα του – έναν αποτυχημένο στρατιωτικό που του έλεγε από παιδί πως, σε έναν πόλεμο ο στρατιώτης που ακολουθεί τους άλλους και μένει τελευταίος, είναι αυτός που θα προλάβει να την σκαπουλάρει.
Μα τι είναι αυτό και πως δεν το είχε προσέξει τόση ώρα; Με κάθε πάτημα στο μαύρο κουμπί το σεντόνι σηκωνόταν, και παράλληλα ένα κλουβί αναδυόταν ανά λίγα εκατοστά κάθε φορά πίσω από την καρέκλα με τον μισοσκεπασμένο πλέον άντρα. Ο Σίγμα νιώθει τον σβέρκο του τώρα βαρύ, σαν να σηκώνει δυο μεγάλα κομμάτια ξύλου. Οι παλάμες του ιδρώνουν, τις τρίβει με σιχασιά στους μηρούς του. Οι άλλοι αδιάφοροι, συνεχίζουν να κάνουν εκείνο το βήμα και πάτημα μαζί, να στρίβουν το σώμα τους μετά, γυρνώντας την πλάτη τους και χωρίς καν να έχουν κοιτάξει τον καθισμένο άντρα. Να περνούν χαμογελαστοί μπροστά από τον Σίγμα και να φεύγουν, όλοι να φεύγουν. Τι τρόμος! Όλες αυτές οι ως πριν λίγο άγνωστες φάτσες, τώρα του μοιάζουν.
Νιώθει το μυαλό να χτυπά δυνατά το κρανίο του, σαν ψυχασθενής που πετάγεται με φόρα στους τοίχους του λευκού κελιού. Το κλουβί έχει πλήρως αναδυθεί πίσω από την καρέκλα. Ένα μοχθηρό, αλλόκοτο φίδι κυλιέται εντός του. Το δέρμα του μοιάζει να αλλάζει συνεχώς μέσα σε δευτερόλεπτα. Πότε παίρνει το χρώμα της καταχνιάς, πότε γίνεται ανθρώπινο, και άλλες φορές σαν να απεικονίζει στον φλοιό του έναν βυθό με νεκρά ψάρια και πουλιά και είδη ζώων, εξαφανισμένα από καιρό. Έχει φτάσει πλέον η σειρά της τελευταίας πατημασιάς που θα ελευθερώσει το φίδι και θα ανασηκώσει πλήρως το σεντόνι, για να αποκαλυφθεί ποιος βρίσκεται από κάτω του, που εδώ και πολλή ώρα ουρλιάζει. Ο Σίγμα τρέμει, από το μεγάφωνο ακούγονται φωνές ενθουσιασμού, χαράς και προσμονής. Κάνει το βήμα, πατάει το μαύρο κουμπί, το κλουβί ανοίγει, το σεντόνι τραβιέται με φόρα στον ουρανό, και ίπταται, σαν ένα φάντασμα που ελευθέρωσε τον στοιχειωμένο.
Ο Σίγμα τώρα νιώθει ασφαλής. Βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας του. Θηλάζει ήρεμος και νυσταγμένος, περιμένοντας την νοσοκόμα να έρθει να τον πάρει.