Παραμύθιασέ με – με την Κυριακή Δούδη
Σήμερα, Δευτέρα, 23 Νοεμβρίου 2020, ξύπνησα λίγο πριν τις οκτώ και όπως συνήθως, εδώ στο χωριό, η πρώτη μου κίνηση είναι να βγω έξω στην αυλή να πάρω λίγη από την αύρα του πρωινού. Πολλή πάχνη σήμερα, όλος ο κήπος άσπρος σαν από χιόνι, έρχεται πια ο χειμώνας, σκέφτηκα. Ξέρω ωστόσο πως θα βγει ο ήλιος σε λίγο και η μέρα θα ζεστάνει, ο πραγματικά χειμωνιάτικος καιρός δεν έφτασε ακόμα, ίσως περιμένει και αυτός τα Χριστούγεννα. Αν και συμβαίνουν διάφορα, και πολύ σημαντικά μάλιστα, και σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο, αυτό που κυριαρχεί εδώ τις μέρες και τις νύχτες της δεύτερης αυτής καραντίνας είναι η ησυχία. Σχεδόν την ακούς. Ας σπάσω όμως την ησυχία με ένα παραμύθι, το έχω στη λίστα με τα δεκαπέντε που έγραψα την προηγούμενη βδομάδα, είναι το νούμερο 8, «της μοίρας το γραμμένο». Από μικρή με γοήτευαν όλες οι ιστορίες με τις μοίρες, και ακόμη εξακολουθούν να με γοητεύουν. Παλιά λέγανε πως οι μοίρες των ανθρώπων κατοικούν σε έναν τόπο όπου δεν μπορεί να πατήσει ανθρώπου πόδι. Στον απόμερο αυτόν τόπο πάνε και ξεχειμωνιάζουν οι γερανοί. Άμα θέλεις, λέει, να ζητήσεις κάτι από τη μοίρα σου, κάνεις φίλο έναν γερανό. Αυτός πηγαίνει στη μοίρα σου και της λέει τι θέλεις και, αν γίνεται, την άνοιξη που έρχεται μαζί με τους άλλους γερανούς, σου το φέρνει. Έτσι, αν λίγο με πιστεύετε, κάντε τις παραγγελίες σας στους γερανούς και, που ξέρετε, μπορεί την άνοιξη να γίνει το θαύμα!
Αρχή του παραμυθιού λοιπόν και καλησπέρα της αφεντιάς σας, κάποτε γεννήθηκε ένα αγόρι και την τρίτη μέρα πήγε η μοίρα να το μοιράνει. Αυτό το αγοράκι είχε και μια αδερφούλα, κι η αδερφούλα του, που ήταν και πολύ περίεργη, κρύφτηκε και περίμενε τη Μοίρα. Ήθελε να τη δει πως είναι και ν΄ ακούσει τι θα΄ λεγε για τον αδερφό της. Κρύφτηκε λοιπόν και περίμενε.
Την ορισμένη ώρα ήρθε η Μοίρα, μ΄ ένα βιβλίο, και κάθισε κι άρχισε να μοιραίνει και να λέει.
- Τούτο το παληκάρι, όταν θα γίνει είκοσι χρονών θα πάει μαζί με άλλους σ’ ένα μοναστήρι και θα πλαγιάσει κοντά σε μια βρύση. Τότε θα μπει στο παπούτσι του ένα φίδι και θα το φάει.
Τούτα τα λόγια της μοίρας τ΄άκουσε η αδερφή του παιδιού και τα΄χε στο νου της.
Όταν έγινε το αγόρι είκοσι χρονώ, έμαθε για ένα πανηγύρι που γινότανε και, κίνησαν και πήγαν στο μοναστήρι που γιόρταζε. Όταν ήρθε η ώρα να πλαγιάσουν, έγειρε το παιδί κοντά σε μια βρύση να κοιμηθεί. Η αδερφή του όμως παραφύλαγε. Πραγματικά, κάποια στιγμή, ένα φίδι γλίστρησε πάνω στο παιδί για να το φάει. Αλλά η αδερφή του προφταίνει και το σκοτώνει!
Το πρωί, ξυπνάει το αγόρι και βλέπει πλάι του το σκοτωμένο φίδι.
- Άι να χαθείς που πήγες να με φας! λέει και του ρίχνει μια κλοτσιά.
Όμως, καθώς το κλότσησε, μπήκε στο πόδι του το δόντι του φιδιού με το φαρμάκι και πέθανε το παιδί..
Όπως το΄χε πει η Μοίρα, έτσι έγινε.
Το παραμύθι αυτό ακούστηκε στην εκπομπή της 26ης/6/2017. Ήταν μια από τις πρώτες εκπομπές μου στον Entropia!
Και θα τελειώσω με κάτι από ένα πολύ αγαπημένο μου βιβλίο, «Το τεσσεροφύλι» που περιέχει ελληνικές λαϊκές παραδόσεις διαλεγμένες από τη Ζωή Βαλάση και ζωγραφισμένες από τη Λεμονιά Αμαραντίδου, εκδόσεις Κέδρος. Ένα υπέροχο βιβλίο – στολίδι που πολύ μου αρέσει να το ξεφυλλίζω και να το διαβάζω. Είναι η παράδοση για το πως λησμονούν οι πεθαμένοι, θα μου πείτε τώρα, άσε μας ρε Κυριακή με τους πεθαμένους, μα δεν μπορώ, δε μου αρέσει να τους ξεχνώ και αυτές τις μέρες χάσαμε άλλον έναν άνθρωπό μας και ας είναι ελαφρύ το χώμα γι΄αυτόν.
«Ο Χάρος που παίρνει τους πεθαμένους δεν μπορεί να τους πάει στον κάτω κόσμο έτσι όπως ήταν όταν ζούσαν. Πρέπει πρώτα να τους κάνει να ξεχάσουν την πρωτινή ζωή τους για να μην τη θυμούνται και βασανίζονται. Ο Χάρος λοιπόν πρώτα περνάει τους ανθρώπους από το βουνό της Άρνης. Εκεί είναι η βρύση της Αρνησιάς. Τους δίνει και πίνουν από το νερό της και αρνιούνται τους δικούς τους. Έπειτα τους περνάει από το λιβάδι της Αλησμονιάς. Εκεί φυτρώνει, λέει, ένα βότανο που το λένε λησμοβότανο. Άμα διαβούν κι από κει οι καημένοι οι άνθρωποι, πάει πια, τα λησμονάνε όλα, και ποιοι ήσαν πρώτα και ποιους είχαν και που πήγαιναν.»
Έτσι λοιπόν, αυτοί που χάσαμε πίνουν το λησμοβότανο και ξεχνούν για να μη βασανίζονται. Εμείς όμως δεν ξεχνούμε και, ένα άλλο αφρικάνικο παραμύθι τελειώνει λέγοντας « όσο έναν άνθρωπο τον θυμάται έστω και ένας, δεν πεθαίνει ποτέ». Είναι το παραμύθι που λέγεται «Το δώρο» και θα μιλήσουμε, με το καλό, άλλη φορά γι΄αυτό. Καλά να είστε, καλά να είμαστε, μέχρι την επόμενη Δευτέρα που θα τα ξαναπούμε.
Κυριακή, για το «Παραμύθιασέ με»