Το φίδι – από την Κυριακή Δούδη
Σήμερα η διάθεσή μου είναι μελαγχολική. Βρέχει εδώ και τρεις μέρες. Μουλιάσαμε, λίμνες το νερό στην αυλή και στον κήπο. Σήμερα σκέφτηκα να πω δυο λόγια για ένα ακόμα αγαπημένο μου βιβλίο. Είναι «Η γυναίκα με τα χέρια από φως» της Λίλης Λαμπρέλλη, εκδόσεις Πατάκη. Είναι ένα μικρό βιβλιαράκι που το έχω λειώσει. Περιέχει επτά παραμύθια όλα ένα κι ένα. Μιλούν για την ερωτική σχέση και προέρχονται από την προφορική παράδοση των λαών του κόσμου. Τα λατρεύω όλα. Όπως επίσης αγαπώ όλα τα βιβλία της Λαμπρέλλη με πρώτο αυτό που πριν από όλα διάβασα, το «Λόγος εύθραυστος κι αθάνατος» που μας μιλάει για την τέχνη της αφήγησης και για την αθέατη πλευρά των μαγικών παραμυθιών. Θα σας μιλήσω όμως περισσότερο μιαν άλλη φορά για τα άλλα της βιβλία.Για σήμερα, που η διάθεσή μου είναι και ρομαντική, διάλεξα αυτό που έχει τον τίτλο «Το φίδι» και σας το χαρίζω με όλη μου την αγάπη και περιμένοντας πότε θα τελειώσουν όλα αυτά τα δύσκολα που ζούμε. Ως τότε να προσέχετε και να προσέχουμε ο ένας τον άλλον. Αρχή του παραμυθιού και καλησπέρα της αφεντιάς σας:
Μια φορά και έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό και μέσα στο μεγάλο δάσος ζούσε ένα χρυσοκόκκινο φίδι που τραγουδούσε και ήταν λένε το τραγούδι του όμορφο πολύ και όλοι, άνθρωποι, ζώα, όλα τα πλάσματα της φύσης σαν το άκουγαν μαγεύονταν και σώπαιναν και άκουγαν, μόνο αυτό μπορούσαν να κάνουν.
Μια μέρα μπήκε στο δάσος ένας ξυλοκόπος φερμένος από μακριά και εκεί που έκοβε τα ξύλα του είδε κάτω στο χώμα τα χνάρια του φιδιού. Α, φίδι, είπε μέσα του, τώρα θα σου δείξω εγώ, και στάθηκε και παραφύλαξε και σαν είδε το φίδι να βγαίνει σερνάμενο ανέμελα έξω από τη φωλιά του σήκωσε το τσεκούρι του και, γκαπ, το χώρισε στα δύο, και πετάχτηκε από δω το κεφάλι και από κει το σώμα.
Και από το κεφάλι ξεπήδησε ένα κορίτσι που το είπανε Φιδοκεφάλη, κι από το σώμα ένα αγόρι που το είπανε Φιδόκορμο και πήρανε άλλο δρόμο ο καθένας, από τη μια το κορίτσι, από την άλλη το αγόρι. Το κορίτσι έτρεξε πίσω από τον ξυλοκόπο, τον έφτασε, του τράβηξε το μανίκι, γυρίζει αυτός και τη βλέπει και ήταν τόσο όμορφη που αμέσως αποφάσισε να την πάρει μαζί του και να την κάνει γυναίκα του. Το αγόρι έμεινε μόνο , πήρε το δρόμο του και γύριζε από χωριό σε χωριό ζητιανεύοντας ψωμί και αγάπη και όπου έφτανε ρωτούσε:
- Ψάχνω ένα κορίτσι, είναι όμορφο πολύ, έχει κορμί φιδίσιο και μάτια ελαφιού, μην το είδατε, μην το ξέρετε;
Κανένας όμως δεν το είχε δει. Και πέρασαν τα χρόνια και η Φιδοκεφάλη έγινε μάνα και απέκτησε παιδιά πολλά και πέρασαν και άλλα χρόνια και απέκτησε και εγγόνια ενώ ο Φιδόκορμος από χωριό σε χωριό, χρόνια ολόκληρα όλο ρωτούσε « ψάχνω ένα κορίτσι, το σώμα του φιδίσιο, τα μάτια ελαφιού, όμορφο πολύ, μην το είδατε;». Κανένας όμως δεν το είχε δει, ώσπου έξω από ένα χωριό και ενώ ήταν έτοιμος να φύγει ο Φιδόκορμος πετάχτηκε ένα μικρό αγόρι, σαν σαμιαμίδι ήτανε, και «εγώ το έχω δει αυτό το κορίτσι» είπε «το ξέρω καλά, είναι η γιαγιά μου, είναι η πιο όμορφη γιαγιά του κόσμου, έχει πέντε παιδιά και εικοσιπέντε εγγόνια, εγώ είμαι το μικρότερο!». Τότε ο Φιδόκορμος ακολούθησε το αγόρι και μπήκε μαζί του στο χωριό. Στη μέση του χωριού ήταν η πλατεία με τον μεγάλο πλάτανο και εκεί πάνω σε ένα πεζούλι, στη ρίζα του πλατάνου κάθισε ο Φιδόκορμος και πήρε να τραγουδάει. Με τα πρώτα λόγια του τραγουδιού του όλοι σώπασαν, τίποτε άλλο δεν μπορούσαν να κάνουν, μόνο να ακούν, και οι άνθρωποι και τα ζώα και όλα τα πλάσματα της φύσης.
Τον άκουσε και η Φιδοκεφάλη που ήταν κλεισμένη στο σπίτι της. Σήκωσε απότομα τα χέρια της, έκλεισε τα αυτιά της και είπε στα εγγόνια της «τρέξτε, φωνάξτε, παίξτε, κάνετε φασαρία, δεν μπορώ να ακούω αυτό το τραγούδι»
Ο Φιδόκορμος τραγουδούσε όλη τη νύχτα και μόνο λίγο πριν ξημερώσει ξαφνικά σταμάτησε κόβοντας έναν στίχο στα δύο. Σιωπή στο χωριό και όλοι περίμεναν. Τότε ακούστηκε από την άλλη άκρη του χωριού μια φωνή μαγική που σαν να ερχόταν από άλλον κόσμο και ήταν η Φιδοκεφάλη που πήρε τον κομμένο στίχο από το χαμένο τραγούδι και σαν να υπνοβατούσε άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και βάδισε προς την πλατεία. Πίσω της έτρεχαν τρομαγμένα τα παιδιά και τα εγγόνια της. «Μάνα, τι τραγούδι είναι αυτό» της φώναζαν «μάνα, σκιάζομαι, σταμάτα», μα αυτή περπατούσε σαν να μην άκουγε. Και δεν άκουγε. Μέχρι που έφτασε στην πλατεία, μέχρι που έφτασε στον πλάτανο και τότε ο Φιδόκορμος σηκώθηκε και της έδωσε το χέρι του. Αυτή το πήρε και μαζί περπάτησαν, βγήκαν από το χωριό και βήμα βήμα έφτασαν στο μεγάλο δάσος. Κανένας δεν τους ακολούθησε. Λένε όμως σε κείνο το χωριό πως μόλις μπήκαν στο δάσος ξάπλωσαν στο χορτάρι και έπαψαν να είναι πια ο Φιδόκορμος και η Φιδοκεφάλη, δεν ήταν παρά ένα χρυσοκόκκινο φίδι που τραγουδούσε. Γιατί, λένε ακόμα σε κείνο το χωριό, πως κανένας δεν μπορεί να χωρίσει για πάντα δυο πλάσματα που φτιάχτηκαν για να είναι μαζί, να είναι ένα, να αφουγκράζονται μαζί τα μυστικά αυτής της ζωής.
Θα τα πούμε ξανά την άλλη Δευτέρα, καλά να είμαστε!
Με αγάπη
Κυριακή για το «Παραμύθιασέ με»