Το ρολόι – του Κωνσταντίνου Σύρμου
Το χρυσωπό κουδουνάκι είπε «γκλιν-γκλιν» από το άνοιγμα της πόρτας. Ο σκυθρωπός πελάτης, από το σκοτάδι του δρόμου βρέθηκε στο φως της λάμπας λαδιού και των κεριών, στο διαταρασσόμενο φως του καταστήματος. Κρατούσε μια μεγάλη κούτα, την ακούμπησε στο έδαφος, την άνοιξε και έβγαλε από μέσα της ένα πλατύ ρολόι τοίχου, το ακούμπησε στον πάγκο και χαιρετήθηκε με ένα κούνημα του κεφαλιού με τον τεχνίτη. Εκείνος στην αρχή δεν αναγνώρισε τον σκυθρωπό άνθρωπο, ύστερα θυμήθηκε.
Ήταν εκείνος που τον άκουγε κάθε φορά – σαν τύχαινε να κοντοστέκεται έξω από το μαγαζί και να παρατηρεί τους περαστικούς – να περπατά γοργά και σκυφτός, μονολογώντας σχεδόν δυνατά, τόσο που ως κι οι άμαξες δεν κάλυπταν την φωνή του: «Δεν προλαβαίνω! Δεν προλαβαίνω! Δεν προλαβαίνω!». Έτσι αποθάρρυνε τον οποιοδήποτε έδειχνε θέληση να του πιάσει κουβέντα, να του πει έστω μία καλημέρα. Τόση εντύπωση είχε κάνει του τεχνίτη, που όποτε έβλεπε κάπου ένα μυρμήγκι ή παρατηρούσε έναν μικρό μύλο να τον γυρίζει αδιάκοπα παρά την θέλησή του ο αέρας, σκεφτόταν και σιγομουρμούριζε κι εκείνος κουνώντας το κεφάλι: «Δεν προλαβαίνεις…».
Ο σκυθρωπός πελάτης τού τόνισε αποκαρδιωμένος, πως δεν είχε χρήματα να αγοράσει καινούριο. Κι αν ως αύριο το πρωί, σχεδόν ξημερώματα, που θα περνούσε να το πάρει δεν ήταν έτοιμο, μα το Θεώ θα καταστρεφόταν. Λίγο πριν φύγει, έβγαλε το καπέλο του, κοίταξε τριγύρω του τα δεκάδες ρολόγια, έκλεισε τα μάτια και λες και το ρυθμικό τικ-τακ να ήταν ήχος από καλπασμούς αλόγων, το πρόσωπό του πήρε την έκφραση του ικανοποιημένου ταξιδιώτη. Ύστερα, σαν συνήλθε, ξαναφόρεσε το καπέλο, μαζί με την σκυθρωπότητά του και με γρήγορα βηματάκια χώθηκε στην νύχτα, που διακοπτόταν περιστασιακά από τα φανάρια στις άμαξες.
Το πρωί, ο σκυθρωπός πελάτης περίμενε έξω από την κλειδωμένη πόρτα του ωρολογοποιείου. Εκεί τον βρήκε, καθόλου έκπληκτος, ο τεχνίτης. Το ρολόι ήταν τυλιγμένο και σαν να γδύνει την πιο ποθητή γυναίκα, ο μεσήλικας, σκυθρωπός πελάτης το ξετύλιξε, θέλοντας να σιγουρευτεί πως δουλεύει σωστά. Σχεδόν κόντεψε να λιποθυμήσει όταν διαπίστωσε με τρόμο πως το αγαπημένο του ρολόι, η επίπεδη γη του, με τους επιβλητικούς μαύρους αριθμούς σε άσπρο φόντο, δεν είχε πια τους δύο δείκτες! «Αχ, τι μου έκανες! Αχ, τι μου έκανες! Δεν θα προλάβω! Αχ, τι μου έκανες!» φώναξε απεγνωσμένος. Τότε ο τεχνίτης τρυφερά του είπε: «Πάρε το ρολόι, κρέμασέ το στην θέση του και κοίτα το, πια θα έχεις ατελείωτο χρόνο, σαν τα βουνά, σαν τα πουλιά, σαν τα δέντρα, τα ζώα και το χορτάρι. Άντε, πάρε το τώρα, όσο προλαβαίνεις.»
ΤΕΛΟΣ
Κωνσταντίνος Σύρμος – Erevos